ἀστρολάβος

ἀστρολάβος
ἀστρολάβος
armillary sphere
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αστρολάβος — αστρολάβος, ο και αστρολάβιο, το παλιού τύπου αστρονομικό όργανο χρήσιμο στον καθορισμό της πάνω από τον ορίζοντα θέσης των άστρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστρολάβος — ο (Α ἀστρολάβος, ο και λάβον, το, Μ λάβιον, το) όργανο για την παρατήρηση των άστρων και τον προσδιορισμό της θέσης τους πάνω από τον ορίζοντα αρχ. ως επίθ. «ἀστρολάβον ὄργανον» ο αστρολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + λαβος < (θ.) λαβ , έλαβον,… …   Dictionary of Greek

  • αστρολάβος ή αστρολάβιον — Παλαιό όργανο παρατήρησης των αστέρων. Επινοήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες και το αποτελούσαν ένας ή περισσότεροι κύκλοι και ένας κινητός βραχίονας που επέτρεπε τον προσδιορισμό του ύψους των ουράνιων σωμάτων. O α. στην πιο απλή μορφή του είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἀστρολάβοι — ἀστρολάβος armillary sphere masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολάβοις — ἀστρολάβος armillary sphere masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολάβον — ἀστρολάβος armillary sphere masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολάβου — ἀστρολάβος armillary sphere masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολάβους — ἀστρολάβος armillary sphere masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολάβων — ἀστρολάβος armillary sphere masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρολάβῳ — ἀστρολάβος armillary sphere masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”